αποτεφρωτήρας

αποτεφρωτήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο , αποτεφρωτήριο[ν] τό крематорий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποτεφρωτήρας" в других словарях:

  • αποτεφρωτήρας — ο τεχνολ. συσκευή με τη μορφή κλιβάνου που χρησιμοποιείται για αποτέφρωση …   Dictionary of Greek

  • αποτεφρωτήρας — ο συσκευή για την καύση των νεκρών ή των άχρηστων πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρεματόριο — το αποτεφρωτήρας νεκρών, αποτεφρωτικός κλίβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»